προμηθεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προμηθεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος προμηθεύω
Ρήμα
επεξεργασίαπρομηθεύομαι
- αγοράζω αγαθά (συνήθως σε αρκετά μεγάλη ποσότητα ώσε να μου επαρκέσουν για μια σχετικά μεγάλη περίοδο)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προμηθεύομαι | προμηθευόμουν(α) | θα προμηθεύομαι | να προμηθεύομαι | ||
β' ενικ. | προμηθεύεσαι | προμηθευόσουν(α) | θα προμηθεύεσαι | να προμηθεύεσαι | (προμηθεύου) | |
γ' ενικ. | προμηθεύεται | προμηθευόταν(ε) | θα προμηθεύεται | να προμηθεύεται | ||
α' πληθ. | προμηθευόμαστε | προμηθευόμαστε προμηθευόμασταν |
θα προμηθευόμαστε | να προμηθευόμαστε | ||
β' πληθ. | προμηθεύεστε | προμηθευόσαστε προμηθευόσασταν |
θα προμηθεύεστε | να προμηθεύεστε | (προμηθεύεστε) | |
γ' πληθ. | προμηθεύονται | προμηθεύονταν προμηθευόντουσαν |
θα προμηθεύονται | να προμηθεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προμηθεύτηκα | θα προμηθευτώ | να προμηθευτώ | προμηθευτεί | ||
β' ενικ. | προμηθεύτηκες | θα προμηθευτείς | να προμηθευτείς | προμηθεύσου | ||
γ' ενικ. | προμηθεύτηκε | θα προμηθευτεί | να προμηθευτεί | |||
α' πληθ. | προμηθευτήκαμε | θα προμηθευτούμε | να προμηθευτούμε | |||
β' πληθ. | προμηθευτήκατε | θα προμηθευτείτε | να προμηθευτείτε | προμηθευτείτε | ||
γ' πληθ. | προμηθεύτηκαν προμηθευτήκαν(ε) |
θα προμηθευτούν(ε) | να προμηθευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προμηθευτεί | είχα προμηθευτεί | θα έχω προμηθευτεί | να έχω προμηθευτεί | προμηθευμένος | |
β' ενικ. | έχεις προμηθευτεί | είχες προμηθευτεί | θα έχεις προμηθευτεί | να έχεις προμηθευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει προμηθευτεί | είχε προμηθευτεί | θα έχει προμηθευτεί | να έχει προμηθευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προμηθευτεί | είχαμε προμηθευτεί | θα έχουμε προμηθευτεί | να έχουμε προμηθευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε προμηθευτεί | είχατε προμηθευτεί | θα έχετε προμηθευτεί | να έχετε προμηθευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προμηθευτεί | είχαν προμηθευτεί | θα έχουν προμηθευτεί | να έχουν προμηθευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προμηθεύομαι