Ετυμολογία

επεξεργασία
προμηθεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος προμηθεύω

προμηθεύομαι

  • αγοράζω αγαθά (συνήθως σε αρκετά μεγάλη ποσότητα ώσε να μου επαρκέσουν για μια σχετικά μεγάλη περίοδο)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία