αγαλματένιος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαλματένιος | η | αγαλματένια | το | αγαλματένιο |
γενική | του | αγαλματένιου | της | αγαλματένιας | του | αγαλματένιου |
αιτιατική | τον | αγαλματένιο | την | αγαλματένια | το | αγαλματένιο |
κλητική | αγαλματένιε | αγαλματένια | αγαλματένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαλματένιοι | οι | αγαλματένιες | τα | αγαλματένια |
γενική | των | αγαλματένιων | των | αγαλματένιων | των | αγαλματένιων |
αιτιατική | τους | αγαλματένιους | τις | αγαλματένιες | τα | αγαλματένια |
κλητική | αγαλματένιοι | αγαλματένιες | αγαλματένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣal.maˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐τέ‐νιος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγαλματένιος, -α, -ο
- (για ομορφιά όπως αγάλματος) που μοιάζει με άγαλμα
- ↪ αγαλματένιο κορμί (όμρφο και σφριγηλό)
- → δείτε τη λέξη αγαλμάτινος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγαλματένιος
|