αγαλματοποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγαλματοποιία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαλματοποιΐα[1][2] < ἄγαλμα + -ποιία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣal.ma.to.piˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐μα‐το‐ποι‐ί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαλματοποιία θηλυκό
- (γλυπτική) η τέχνη του αγαλματοποιού, η κατασκευή αγαλμάτων
- ※ Και αν η ιστορία της φυλής έγινε κατά κανόνα αντιληπτή ως αποκλειστικά γερμανοκεντρική, ωστόσο οι αναφορές στην αρχαιότητα είναι πολυάριθμες στον δημόσιο λόγο των ναζιστών, η αρχιτεκτονική τού τότε καθεστώτος αναβιώνει τον ρωμαϊκό μνημειακό κλασικισμό και η ναζιστική αγαλματοποιία ανακαλύπτει ξανά το ελληνικό γυμνό.
- Δημήτρης Μανιάτης, Μανώλης Πιμπλής, Παγκόσμια κρίση, Ιστορία και πρόσωπα-κλειδιά, Τα Νέα, 13 Ιουλίου 2012
- ※ Και αν η ιστορία της φυλής έγινε κατά κανόνα αντιληπτή ως αποκλειστικά γερμανοκεντρική, ωστόσο οι αναφορές στην αρχαιότητα είναι πολυάριθμες στον δημόσιο λόγο των ναζιστών, η αρχιτεκτονική τού τότε καθεστώτος αναβιώνει τον ρωμαϊκό μνημειακό κλασικισμό και η ναζιστική αγαλματοποιία ανακαλύπτει ξανά το ελληνικό γυμνό.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη άγαλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγαλματοποιία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγαλματοποιία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγαλματοποιία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)