statuaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
statuaire | statuaires |
Ετυμολογία
επεξεργασία- statuaire < λατινική statuarius
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstatuaire (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstatuaire (fr) θηλυκό
Επίθετο
επεξεργασίαstatuaire (fr)