ενικός         πληθυντικός  
statuary statuaries

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃʊə.ɹi/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈstæ.t͡ʃu.ɛəɹi/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

statuary (en)

  1. (γλυπτική) η αγαλματοποιία
  2. (επάγγελμα) άτομο που εμπορεύεται αγάλματα

  Επίθετο

επεξεργασία

statuary (en)