ἄγαλμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄγαλμᾰ | τὰ | ἀγάλμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀγάλμᾰτος | τῶν | ἀγαλμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἀγάλμᾰτῐ | τοῖς | ἀγάλμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἄγαλμᾰ | τὰ | ἀγάλμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἄγαλμᾰ | ἀγάλμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγάλμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγαλμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἄγαλμα ουδέτερο
- κάτι που προσφέρει χαρά και αγαλλίαση, κάτι το λαμπρό, το καύχημα, το καμάρι, το στολίδι
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Σοφοκλής, Αντιγόνη, 1115. Μετάφραση (1934): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος
- πολυώνυμε, Καδμείας νύμφας ἄγαλμα καὶ Διὸς βαρυβρεμέτα γένος
- εσύ με τα χίλια ονόματα, στολίδι της νύφης του Κάδμου και του Δία του βαρυβροντηχτή γενηά
- ανάθημα, τάμα, προσφορά στους θεούς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 3 (γ. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 274 (273-285)
- πολλὰ δὲ μηρία κῆε θεῶν ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς,
πολλὰ δ᾽ ἀγάλματ᾽ ἀνῆψεν, ὑφάσματά τε χρυσόν τε,
ἐκτελέσας μέγα ἔργον, ὃ οὔ ποτε ἔλπετο θυμῷ- Στο μεταξύ έκαιγε στους θεούς, πάνω στους ιερούς βωμούς, μεριά πολλά,
κρέμασε και πολλά αναθήματα, χρυσαφικά και υφάσματα,
για το μεγάλο του έργο, αυτό που ανέλπιστα έφερε σε πέρας. (Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr)
- Στο μεταξύ έκαιγε στους θεούς, πάνω στους ιερούς βωμούς, μεριά πολλά,
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Τερψιχόρη, 60
- ἕτερος δὲ τρίπους.. Σκαῖος πυγμαχέων νικήσας ἀνέθηκε... περικαλλὲς ἄγαλμα.
- έναν τρίποδα... που ο Σκαίος όταν/επειδή νίκησε στην πυγμαχία τον αφιέρωσε... ένα θαυμάσιο ανάθημα
- ο διάκοσμος
- ἀγάλματ᾽ ἀγορᾶς
- ομοίωμα θεότητας, ανδριάντας, καλλιτεχνικό γλυπτό
- ⮡ τὸ τοῦ Διὸς ἄγαλμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
- Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ἀγάλλω
Πηγές
επεξεργασία- ἄγαλμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγαλμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.