αγαλλίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγαλλίαση | οι | αγαλλιάσεις |
γενική | της | αγαλλίασης* | των | αγαλλιάσεων |
αιτιατική | την | αγαλλίαση | τις | αγαλλιάσεις |
κλητική | αγαλλίαση | αγαλλιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγαλλιάσεως Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αγαλλίαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαλλία(σις) + -ση < ἀγαλλιάω / ἀγαλλιῶ < αρχαία ελληνική ἀγάλλω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ɣaˈli.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γαλ‐λί‐α‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγαλλίαση θηλυκό
- συναίσθημα μεγάλης χαράς και ευφροσύνης
- ≋ ταυτόσημα: αγάλλισμα, αναγάλλιασμα (λιγότερο επίσημο)
- ※ Ο μαρμάρινος Έρωτας τοξοθραύστης του Γεωργίου Βρούτου, πάλι, ένα έργο του 1896, ξεχωρίζει σαν χερουβείμ ανάμεσα στους ψηλούς θάμνους του Εθνικού Κήπου. Ενώ τη μέρα είναι σαν να προκαλεί μια αγαλλίαση με την αθωότητά του, τις νύχτες έχει αποτελέσει μάρτυρα και τοπόσημο βραχύβιων ερωτικών περιπετειών.
- Παναγιώτης Κούστας, Η Αθήνα από άγαλμα σε άγαλμα, Η Καθημερινή, 9 Μαΐου 2024
- ≈ συνώνυμα: τέρψη, ευφροσύνη, ευφορία, μεγάλη χαρά
- αίσθημα ανακούφισης, ηρεμίας [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αγαλλιάζω
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγαλλίαση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- αγαλλίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγαλλίαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγαλλίαση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας