exultation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exultation | exultations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- exultation < μέση αγγλική exultacion < παλαιά γαλλική exultacion < λατινική exsultatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌɛɡzʌlˈteɪʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexultation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exultation | exultations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- exultation < λατινική exsultatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛɡ.zyl.ta.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexultation (fr) θηλυκό
- η ευχαρίστηση, η αγαλλίαση