αἰγίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
πατρῐδ- | |||||
ονομαστική | ἡ | αἰγίς | αἱ | αἰγίδες | |
γενική | τῆς | αἰγίδος | τῶν | αἰγίδων | |
δοτική | τῇ | αἰγίδῐ | ταῖς | αἰγίσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | αἰγίδᾰ | τὰς | αἰγίδᾰς | |
κλητική ὦ! | αἰγίς* | αἰγίδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγίδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγίδοιν | |||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰγίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἰγίς, -ίδος θηλυκό
- δέρμα κατσίκας
- φόρεμα που φορούσε η ιέρεια της Αθηνάς
- αιγίδα ή ασπίδα του Δία από δέρμα κατσίκας
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 602 (601-602)
- ἥ τ᾽ ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς | αἰγίδος ἡνίοχος, πολιοῦχος Ἀθάνα,
- και η Αθηνά που κρατά την αιγίδα, της πόλης μας | νά ᾽ρθει η προστάτρα, η θεά της Αθήνας·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἥ τ᾽ ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς | αἰγίδος ἡνίοχος, πολιοῦχος Ἀθάνα,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 318 (στίχοι 318-319)
- ὄφρα μὲν αἰγίδα χερσὶν ἔχ᾽ ἀτρέμα Φοῖβος Ἀπόλλων, | τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός.
- Και όσο εκρατούσε ασάλευτην ο Φοίβος την αιγίδα | κτυπούντο κι έπεφταν πολλοί και απ᾽ τα δυο μέρη ομοίως·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὄφρα μὲν αἰγίδα χερσὶν ἔχ᾽ ἀτρέμα Φοῖβος Ἀπόλλων, | τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 602 (601-602)
- (μετεωρολογία) θύελλα, φοβερή καταιγίδα
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 592 (501-592)
- πτανά τε καὶ πεδοβάμονα κἀνεμόεντ᾽ ἂν | αἰγίδων φράσαι κότον.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 592 (501-592)
- ένδυμα από κατσικίσιο δέρμα
- φόρεμα από κατσικίσιο δέρμα, με το οποίο έντυναν τα αγάλματα της θεάς Αθηνάς
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
- Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες·
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
- κόσμημα, που φοριέται στο στήθος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αἴξ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αἰγίς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἰγίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.