Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πατρῐδ-
ονομαστική νεβρίς αἱ νεβρίδες
      γενική τῆς νεβρίδος τῶν νεβρίδων
      δοτική τῇ νεβρίδ ταῖς νεβρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν νεβρίδ τὰς νεβρίδᾰς
     κλητική ! νεβρίς* νεβρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεβρίδε
γεν-δοτ τοῖν  νεβρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεβρίς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεβρίς ,-ίδος θηλυκό

  • δέρμα νεογέννητου ελαφιού, κυρίως ως ένδυμα του Βάκχου και των ακολούθων του
    ※  5ος αιώνας πκε, Ευριπίδης, Βάκχαι, 695-698
    καὶ πρῶτα μὲν καθεῖσαν εἰς ὤμους κόμας | νεβρίδας τ᾽ ἀνεστείλανθ᾽ ὅσαισιν ἁμμάτων | σύνδεσμ᾽ ἐλέλυτο, καὶ καταστίκτους δορὰς | ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν.
    Άφησαν πρώτα τα μαλλιά τους να χυθούν στους ώμους, | έσφιξαν τα κατάστικτα δέρματα ελαφιών, | αν είχαν λυθεί οι κόμποι που τα έδεναν, | και τα έζωσαν με φίδια που τους έγλειφαν το μάγουλο.
    Μετάφραση: Θ.Κ.Στεφανόπουλος @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία