Δείτε επίσης: Καμάρι, μακάρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμάρι τα καμάρια
      γενική του καμαριού των καμαριών
    αιτιατική το καμάρι τα καμάρια
     κλητική καμάρι καμάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καμάρι ουδέτερο

  1. η περηφάνια για κάτι ή κάποιον
    παράδειγμα  Δεν μπορούσε να κρύψει το καμάρι του για το κατόρθωμα του γιου του.
  2. αυτό ή αυτός για το(ν) οποίο νιώθει κάποιος περηφάνια
    παράδειγμα  Κοίτα το καμάρι μου, τι ωραία που παίζει πιάνο!

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία