τσουτσούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουτσούνι | τα | τσουτσούνια |
γενική | του | τσουτσουνιού | των | τσουτσουνιών |
αιτιατική | το | τσουτσούνι | τα | τσουτσούνια |
κλητική | τσουτσούνι | τσουτσούνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατσουτσούνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το πέος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσουτσούνι
→ δείτε τη λέξη τσουτσούνα |