Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκοτσούτσουνος η γλυκοτσούτσουνη το γλυκοτσούτσουνο
      γενική του γλυκοτσούτσουνου της γλυκοτσούτσουνης του γλυκοτσούτσουνου
    αιτιατική τον γλυκοτσούτσουνο τη γλυκοτσούτσουνη το γλυκοτσούτσουνο
     κλητική γλυκοτσούτσουνε γλυκοτσούτσουνη γλυκοτσούτσουνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκοτσούτσουνοι οι γλυκοτσούτσουνες τα γλυκοτσούτσουνα
      γενική των γλυκοτσούτσουνων των γλυκοτσούτσουνων των γλυκοτσούτσουνων
    αιτιατική τους γλυκοτσούτσουνους τις γλυκοτσούτσουνες τα γλυκοτσούτσουνα
     κλητική γλυκοτσούτσουνοι γλυκοτσούτσουνες γλυκοτσούτσουνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκοτσούτσουνος < γλυκός + τσουτσούνι + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

γλυκοτσούτσουνος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία