μικροτσούτσουνος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μικροτσούτσουνος < μικρό- + τσουτσούν(ι) + -ος
Ουσιαστικό
μικροτσούτσουνος αρσενικό
- (μειωτικό) που έχει μικρό τσουτσούνι, μικρό πέος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
μικροτσούτσουνος
|
μικροτσούτσουνος αρσενικό
|