Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψωλαράς οι ψωλαράδες
      γενική του ψωλαρά των ψωλαράδων
    αιτιατική τον ψωλαρά τους ψωλαράδες
     κλητική ψωλαρά ψωλαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψωλαράς < ψωλ(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pso.laˈɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψω‐λα‐ράς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψωλαράς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία