ψωλαράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψωλαράς | οι | ψωλαράδες |
γενική | του | ψωλαρά | των | ψωλαράδων |
αιτιατική | τον | ψωλαρά | τους | ψωλαράδες |
κλητική | ψωλαρά | ψωλαράδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψωλαράς < ψωλ(ή) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pso.laˈɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐λα‐ράς
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψωλαράς αρσενικό
- (προφορικό, χυδαίο, μεγεθυντικό) που έχει μεγάλο πέος
- ※ «Άκουσε εδώ, μεγάλε ψωλαρά μου! …» του έλεγε, «σου ομιλεί η Μαριάννα …, πώς σου φαίνονται τούτα εδώ; […] Άκου λοιπόν λεβέντη πουτσαρά μου […]»
- Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου [1944] (Αθήνα: Ύψιλον/Βιβλία, ³1982), σ. 50.
- ※ «Άκουσε εδώ, μεγάλε ψωλαρά μου! …» του έλεγε, «σου ομιλεί η Μαριάννα …, πώς σου φαίνονται τούτα εδώ; […] Άκου λοιπόν λεβέντη πουτσαρά μου […]»
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψωλαράς
|
Πηγές επεξεργασία
- ψωλαράς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψωλαράς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)