πουτσαράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πουτσαράς < πούτσ(α) + μεγεθυντικό επίθημα -αράς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pu.t͡saˈɾas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουτσαράς αρσενικό
- (προφορικό, χυδαίο) αυτός που έχει μεγάλη πούτσα
- ※ «Άκουσε εδώ, μεγάλε ψωλαρά μου! …» του έλεγε, «σου ομιλεί η Μαριάννα …, πώς σου φαίνονται τούτα εδώ; […] Άκου λοιπόν λεβέντη πουτσαρά μου […]»
- Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους αεροστάτου [1944] (Αθήνα: Ύψιλον/Βιβλία, ³1982), σ. 50.
- ※ «Άκουσε εδώ, μεγάλε ψωλαρά μου! …» του έλεγε, «σου ομιλεί η Μαριάννα …, πώς σου φαίνονται τούτα εδώ; […] Άκου λοιπόν λεβέντη πουτσαρά μου […]»
- (μεταφορικά) άνδρας με δυναμισμό και αποφασιστικότητα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πουτσαράς