ψωλή
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψωλή | οι | ψωλές |
γενική | της | ψωλής | των | ψωλών |
αιτιατική | την | ψωλή | τις | ψωλές |
κλητική | ψωλή | ψωλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψωλή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψωλή
Προφορά
- ΔΦΑ : /psoˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψω‐λή
- ομόηχο: ψωλοί
Ουσιαστικό
ψωλή θηλυκό
Μεταφράσεις
ψωλή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψωλή
Πηγές
- ψωλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψωλή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ψωλή | αἱ | ψωλαί |
γενική | τῆς | ψωλῆς | τῶν | ψωλῶν |
δοτική | τῇ | ψωλῇ | ταῖς | ψωλαῖς |
αιτιατική | τὴν | ψωλήν | τὰς | ψωλᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ψωλή | ψωλαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωλᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψωλαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ψωλή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ψωλός
Ουσιαστικό
ψωλή θηλυκό
Άλλες μορφές
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψωλός
Πηγές
- ψωλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.