ψωλός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ψωλός | οἱ | ψωλοί |
γενική | τοῦ | ψωλοῦ | τῶν | ψωλῶν |
δοτική | τῷ | ψωλῷ | τοῖς | ψωλοῖς |
αιτιατική | τὸν | ψωλόν | τοὺς | ψωλούς |
κλητική ὦ! | ψωλέ | ψωλοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψωλώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ψωλοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψωλός < ψάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψωλός, - οῦ αρσενικό
- που έχει κάνει περιτομή
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 964 (963-964)
- [ΑΛ.] κἄν γε τουτῳί, | ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου.
- [ΑΛΛ.] Κι αν ακούσεις ετούτον, | θα ξεφλουδιστεί σίγουρα η πέτσα της ψωλής σου ως τη ρίζα της.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- [ΑΛ.] κἄν γε τουτῳί, | ψωλὸν γενέσθαι δεῖ σε μέχρι τοῦ μυρρίνου.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 267 (265-267)
- [ΚΑ.] ἔχων ἀφῖκται δεῦρο πρεσβύτην τιν᾽, ὦ πόνηροι, | ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον, ῥυσόν, μαδῶντα, νωδόν· | οἶμαι δὲ νὴ τὸν οὐρανὸν καὶ ψωλὸν αὐτὸν εἶναι.
- [ΚΑΡ.] Μας ήρθε φέρνοντας μαζί του, ω δύστυχοι, ένα γέρο | λερό, καμπούρη, ζαρωμένον, καραφλό, φαφούτη | και, μά τον ουρανό, πιστεύω να ᾽ναι και σπασμένος.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- [ΚΑ.] ἔχων ἀφῖκται δεῦρο πρεσβύτην τιν᾽, ὦ πόνηροι, | ῥυπῶντα, κυφόν, ἄθλιον, ῥυσόν, μαδῶντα, νωδόν· | οἶμαι δὲ νὴ τὸν οὐρανὸν καὶ ψωλὸν αὐτὸν εἶναι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 964 (963-964)
- (μεταφορικά) ασελγής, λάγνος
Πηγές
επεξεργασία- ψωλός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψωλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.