Δείτε επίσης: ευνούχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική εὐνοῦχος οἱ εὐνοῦχοι
      γενική τοῦ εὐνούχου τῶν εὐνούχων
      δοτική τῷ εὐνούχ τοῖς εὐνούχοις
    αιτιατική τὸν εὐνοῦχον τοὺς εὐνούχους
     κλητική ! εὐνοῦχε εὐνοῦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐνούχω
γεν-δοτ τοῖν  εὐνούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εὐνοῦχος < εὐνή + -οῦχος (< ἔχω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εὐνοῦχος, -ου αρσενικό

  1. ευνούχος, που ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη των γυναικών
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 130.4
    παράγοντες δὲ οἱ εὐνοῦχοι ἔλεγον πρὸς τὰς γυναῖκας ὡς βασιλέϊ οὗτος εἴη ὃς τὴν ψυχὴν ἀπέδωκε.
    Και οι ευνούχοι, καθώς τον περιέφεραν, έλεγαν στις γυναίκες ότι αυτός ήταν που είχε ξαναδώσει στον βασιλιά την υγεία του.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 30.2
    τῶν δὲ θαλαμηπόλων τις εὐνούχων, οἳ συνεαλώκεισαν ταῖς γυναιξίν, ἀποδρὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ πρὸς Δαρεῖον ἀφιππασάμενος, Τίρεως ὄνομα, φράζει τὸν θάνατον αὐτῷ τῆς γυναικός.
    Κάποιος από τους ευνούχους θαλαμηπόλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μαζί με τις γυναίκες, Τίρεως στο όνομα, είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο και, φτάνοντας με άλογο στον Δαρείο, του ανακοίνωσε τον θάνατο της γυναίκας του.
    Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἐκτομίας, ἀπόκοπος, σπάδων, γάλλος
  2. (για ζώα) ευνουχισμένος
  3. (για καρπούς φοίνικα) που δεν έχει κουκούτσι

  Επίθετο

επεξεργασία

εὐνοῦχος, -ος, -ον

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / εὐνοῦχος τὸ εὐνοῦχον
      γενική τοῦ/τῆς εὐνούχου τοῦ εὐνούχου
      δοτική τῷ/τῇ εὐνούχ τῷ εὐνούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν εὐνοῦχον τὸ εὐνοῦχον
     κλητική ! εὐνοῦχε εὐνοῦχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ εὐνοῦχοι τὰ εὐνοῦχ
      γενική τῶν εὐνούχων τῶν εὐνούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς εὐνούχοις τοῖς εὐνούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς εὐνούχους τὰ εὐνοῦχ
     κλητική ! εὐνοῦχοι εὐνοῦχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ εὐνούχω τὼ εὐνούχω
      γεν-δοτ τοῖν εὐνούχοιν τοῖν εὐνούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία