καρτζιμᾶς
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρτζιμᾶς < πιθανολογείται από την εβραϊκή קצר (=κόπτω) (katsár)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρτζιμᾶς αρσενικό
- (σπάνιο, άπαξ λεγόμενον) ευνούχος, αναφέρεται στο παρακάτω παράθεμα του 10ου αιώνα
- ※ ο και Μεσόπατος λέγεται, εις οίκησιν των την γυναικωνίτιν πεπιστευμένων καρτζιμάδων (Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία συγγραφείσα εκ προστάγματος Κωνσταντίνου του φιλοχρίστου και πορφυρογεννήτου δεσπότου, 10ος αιώνας [1])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στην ελληνιστική κοινή: ἀπόκοπος
- στα αρχαία ελληνικά: εὐνοῦχος
Πηγές
επεξεργασία- καρτζιμᾶς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ⌘ Σοφοκλής Ευαγγελινός Αποστολίδης, Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 to A.D. 1100). Εκδότης: Harvard University Press, 1870, σελ. 631 @books.google.gr