Ετυμολογία

επεξεργασία
καρτζιμᾶς < πιθανολογείται από την εβραϊκή קצר (=κόπτω) (katsár)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρτζιμᾶς αρσενικό

  • (σπάνιο, άπαξ λεγόμενον) ευνούχος, αναφέρεται στο παρακάτω παράθεμα του 10ου αιώνα
    ※  ο και Μεσόπατος λέγεται, εις οίκησιν των την γυναικωνίτιν πεπιστευμένων καρτζιμάδων (Συνεχισταί Θεοφάνους, Χρονογραφία συγγραφείσα εκ προστάγματος Κωνσταντίνου του φιλοχρίστου και πορφυρογεννήτου δεσπότου, 10ος αιώνας [1])

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  1. E.A. Sophocles, Greek Lexicon of the Roman_and Byzantine periods, Cambridge / Harvard Univ. Press, 1914, σελ. 631 [2]