ἀπόκοπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπόκοπος | τὸ | ἀπόκοπον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀποκόπου | τοῦ | ἀποκόπου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀποκόπῳ | τῷ | ἀποκόπῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπόκοπον | τὸ | ἀπόκοπον | ||
κλητική ὦ! | ἀπόκοπε | ἀπόκοπον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπόκοποι | τὰ | ἀπόκοπᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀποκόπων | τῶν | ἀποκόπων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀποκόποις | τοῖς | ἀποκόποις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀποκόπους | τὰ | ἀπόκοπᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀπόκοποι | ἀπόκοπᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποκόπω | τὼ | ἀποκόπω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποκόποιν | τοῖν | ἀποκόποιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόκοπος (ελληνιστική κοινή) < ἀποκόπτω
Επίθετο
επεξεργασίαἀπόκοπος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- ευνουχισμένος
- (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ο ευνουχισμός
- (για βουνά, βράχοι) απόκρημνος, απότομος
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόκοπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.