Δείτε επίσης: Ἀποκόπος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀπόκοπος τὸ ἀπόκοπον
      γενική τοῦ/τῆς ἀποκόπου τοῦ ἀποκόπου
      δοτική τῷ/τῇ ἀποκόπ τῷ ἀποκόπ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπόκοπον τὸ ἀπόκοπον
     κλητική ! ἀπόκοπε ἀπόκοπον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπόκοποι τὰ ἀπόκοπ
      γενική τῶν ἀποκόπων τῶν ἀποκόπων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀποκόποις τοῖς ἀποκόποις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀποκόπους τὰ ἀπόκοπ
     κλητική ! ἀπόκοποι ἀπόκοπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποκόπω τὼ ἀποκόπω
      γεν-δοτ τοῖν ἀποκόποιν τοῖν ἀποκόποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόκοπος (ελληνιστική κοινή) < ἀποκόπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀπόκοπος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ευνουχισμένος
  2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) ο ευνουχισμός
  3. (για βουνά, βράχοι) απόκρημνος, απότομος