ευνουχισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαευνουχισμός αρσενικό
- η ενέργεια με την οποία κάποιος γίνεται ευνούχος, η αφαίρεση των ανδρικών γεννητικών οργάνων (όρχεων)
- (μεταφορικά) η αφαίρεση της ορμής, της ζωτικής δύναμης
- ο ευνουχισμός της σκέψης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευνουχισμός