Δείτε επίσης: Γάλλος, γάλος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γάλλος οι γάλλοι
      γενική του γάλλου των γάλλων
    αιτιατική τον γάλλο τους γάλλους
     κλητική γάλλε γάλλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάλ‐λος
ομόηχα: Γάλλος, γάλος

  Επίθετο

επεξεργασία

γάλλος αρσενικό (θηλυκό γαλλίδα)

  • Γάλλος (σε επιθετική λειτουργία)
    ⮡  Κάθε γάλλος πρόεδρος κατοικεί στο Παλάτι Ελυζέ (Élysée).