Γάλλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομα 1Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Γάλλος | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
γενική | Γάλλου | Γαλλίδας | Γάλλων | Γαλλίδων |
αιτιατική | Γάλλο | Γαλλίδα | Γάλλους | Γαλλίδες |
κλητική | Γάλλε | Γαλλίδα | Γάλλοι | Γαλλίδες |
Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γαλλίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Γαλλία ή έχει γαλλική υπηκοότητα
- ευνούχος ιερέας της θεάς Κυβέλης στην αρχαία Φρυγία[1]
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Γαλλία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Γάλλος
Κύριο όνομα 2Επεξεργασία
Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γάλλου)