Δείτε επίσης: γάλλος, γάλος

Ετυμολογία

επεξεργασία
Γάλλος < λείπει η ετυμολογία. Μορφολογικά αναλύεται σε Γαλλ(ία) + -ος

Κύριο όνομα 1

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Γάλλος Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες
γενική Γάλλου Γαλλίδας Γάλλων Γαλλίδων
αιτιατική Γάλλο Γαλλίδα Γάλλους Γαλλίδες
κλητική Γάλλε Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες

Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γαλλίδα)

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Γαλλία ή έχει γαλλική υπηκοότητα
  2. ευνούχος ιερέας της θεάς Κυβέλης στην αρχαία Φρυγία

Συγγενικά

επεξεργασία
 δείτε τη λέξη  Γαλλία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κύριο όνομα 2

επεξεργασία