Δείτε επίσης: γαλλίδα
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Γάλλος Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες
γενική Γάλλου Γαλλίδας Γάλλων Γαλλίδων
αιτιατική Γάλλο Γαλλίδα Γάλλους Γαλλίδες
κλητική Γάλλε Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γαλλίδα < Γάλλ(ος) + -ίδα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γαλλίδα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) θηλυκό του Γάλλος
  2. (μεταφορικά) γυναίκα που έχει ακολουθεί έναν τρόπο ζωής που θυμίζει τη Γαλλία
    → δείτε τη λέξη  γαλλοφιλία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία