Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρέμι τα χαρέμια
      γενική του χαρεμιού των χαρεμιών
    αιτιατική το χαρέμι τα χαρέμια
     κλητική χαρέμι χαρέμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حرم‎ (τουρκική harem) + [1] < αραβική حرم (με προφορά ḥaram) < ρίζα ح ر م (σχέση με κάτι απαγορευμένο, ή άγιο ή αφορισμένο).[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xaˈɾe.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρέ‐μι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρέμι ουδέτερο

  1. η ομάδα των γυναικών που θεωρούνται σύζυγοι ενός μουσουλμάνου, ή άντρα σε κοινωνίες που δέχονταν την πολυγαμία
  2. ο χώρος όπου ζουν οι γυναίκες αυτές
  3. (μεταφορικά) οι γυναίκες στη ζωή ενός άνδρα όταν αυτός έχει παράλληλες σχέσεις με πάνω από μία δύο γυναίκες

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία