χαρέμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρέμι | τα | χαρέμια |
γενική | του | χαρεμιού | των | χαρεμιών |
αιτιατική | το | χαρέμι | τα | χαρέμια |
κλητική | χαρέμι | χαρέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈɾe.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρέ‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαρέμι ουδέτερο
- η ομάδα των γυναικών που θεωρούνται σύζυγοι ενός μουσουλμάνου, ή άντρα σε κοινωνίες που δέχονταν την πολυγαμία
- ο χώρος όπου ζουν οι γυναίκες αυτές
- (μεταφορικά) οι γυναίκες στη ζωή ενός άνδρα όταν αυτός έχει παράλληλες σχέσεις με πάνω από μία δύο γυναίκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χαρέμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ρίζα ح ر م στο αγγλικό Βικιλεξικό όπως στο حرم