haremo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- haremo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haremo | haremoj |
αιτιατική | haremon | haremojn |
haremo (eo)
- το χαρέμι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | haremo | haremoj |
αιτιατική | haremon | haremojn |
haremo (eo)