ευνουχοϊδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευνουχοϊδισμός < διεθνής ορολογία eunuchoid- < αρχαία ελληνική εὐνουχοειδής (που μοιάζει με ευνούχο) + -ism (-ισμός)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ev.nou.xo.i.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐νου‐χο‐ϊ‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευνουχοϊδισμός αρσενικό
- (ιατρική) σύνδρομο στους άνδρες με έλλειψη χαρακτηριστικών του φύλου λόγω έλλειψης των κατάλληλων ορμονών του φύλου
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευνουχοϊδισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευνουχοϊδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας