eŭnuko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭnuko | eŭnukoj |
αιτιατική | eŭnukon | eŭnukojn |
eŭnuko (eo)
- ο ευνούχος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eŭnuko | eŭnukoj |
αιτιατική | eŭnukon | eŭnukojn |
eŭnuko (eo)