Ετυμολογία

επεξεργασία
μηρυκαστικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μηρυκαστικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ɾi.ka.stiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐ρυ‐κα‐στι‐κό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηρυκαστικό ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: μηρυκαστικά)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μηρυκαστικό

  1. , αρσενικού γένους του μηρυκαστικός
  2. , ουδέτερου γένους του μηρυκαστικός