↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηρυκαστικός η μηρυκαστική το μηρυκαστικό
      γενική του μηρυκαστικού της μηρυκαστικής του μηρυκαστικού
    αιτιατική τον μηρυκαστικό τη μηρυκαστική το μηρυκαστικό
     κλητική μηρυκαστικέ μηρυκαστική μηρυκαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηρυκαστικοί οι μηρυκαστικές τα μηρυκαστικά
      γενική των μηρυκαστικών των μηρυκαστικών των μηρυκαστικών
    αιτιατική τους μηρυκαστικούς τις μηρυκαστικές τα μηρυκαστικά
     κλητική μηρυκαστικοί μηρυκαστικές μηρυκαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηρυκαστικός < μηρυκασ-, θέμα του μηρυκάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ruminant

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ɾi.ka.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐ρυ‐κα‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μηρυκαστικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία