ruminant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαruminant (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαruminant (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ruminant | ruminants |
θηλυκό | ruminante | ruminantes |
ruminant (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ruminant | ruminants |
ruminant (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ruminer