μηρυκάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηρυκάζω < αρχαία ελληνική μηρυκάζω
Ρήμα
επεξεργασίαμηρυκάζω
- (ζωολογία) (για χορτοφάγα ζώα) αναμασώ καλά την τροφή, αφού πρώτα την επαναφέρω από το στομάχι στο στόμα
- (μεταφορικά) επαναλαμβάνω τα ίδια (δικά μου ή λόγια άλλων)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μηρυκάζω | μηρύκαζα | θα μηρυκάζω | να μηρυκάζω | μηρυκάζοντας | |
β' ενικ. | μηρυκάζεις | μηρύκαζες | θα μηρυκάζεις | να μηρυκάζεις | μηρύκαζε | |
γ' ενικ. | μηρυκάζει | μηρύκαζε | θα μηρυκάζει | να μηρυκάζει | ||
α' πληθ. | μηρυκάζουμε | μηρυκάζαμε | θα μηρυκάζουμε | να μηρυκάζουμε | ||
β' πληθ. | μηρυκάζετε | μηρυκάζατε | θα μηρυκάζετε | να μηρυκάζετε | μηρυκάζετε | |
γ' πληθ. | μηρυκάζουν(ε) | μηρύκαζαν μηρυκάζαν(ε) |
θα μηρυκάζουν(ε) | να μηρυκάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μηρύκασα | θα μηρυκάσω | να μηρυκάσω | μηρυκάσει | ||
β' ενικ. | μηρύκασες | θα μηρυκάσεις | να μηρυκάσεις | μηρύκασε | ||
γ' ενικ. | μηρύκασε | θα μηρυκάσει | να μηρυκάσει | |||
α' πληθ. | μηρυκάσαμε | θα μηρυκάσουμε | να μηρυκάσουμε | |||
β' πληθ. | μηρυκάσατε | θα μηρυκάσετε | να μηρυκάσετε | μηρυκάστε | ||
γ' πληθ. | μηρύκασαν μηρυκάσαν(ε) |
θα μηρυκάσουν(ε) | να μηρυκάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μηρυκάσει | είχα μηρυκάσει | θα έχω μηρυκάσει | να έχω μηρυκάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μηρυκάσει | είχες μηρυκάσει | θα έχεις μηρυκάσει | να έχεις μηρυκάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μηρυκάσει | είχε μηρυκάσει | θα έχει μηρυκάσει | να έχει μηρυκάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μηρυκάσει | είχαμε μηρυκάσει | θα έχουμε μηρυκάσει | να έχουμε μηρυκάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μηρυκάσει | είχατε μηρυκάσει | θα έχετε μηρυκάσει | να έχετε μηρυκάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μηρυκάσει | είχαν μηρυκάσει | θα έχουν μηρυκάσει | να έχουν μηρυκάσει |
|