Ετυμολογία

επεξεργασία
μηρυκαστικά: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μηρυκαστικός, στον πληθυντικό

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.ɾi.ka.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐ρυ‐κα‐στι‐κά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηρυκαστικά ουδέτερο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

μηρυκαστικά