Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηρυκαστικά < μηρυκαστικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηρυκαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

τα βοοειδή, τα πρόβατα και τα αιγοειδή είναι μηρυκαστικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μηρυκαστικά