βοοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βοοειδής | η | βοοειδής | το | βοοειδές |
γενική | του | βοοειδούς* | της | βοοειδούς | του | βοοειδούς |
αιτιατική | τον | βοοειδή | τη | βοοειδή | το | βοοειδές |
κλητική | βοοειδή(ς) | βοοειδής | βοοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βοοειδείς | οι | βοοειδείς | τα | βοοειδή |
γενική | των | βοοειδών | των | βοοειδών | των | βοοειδών |
αιτιατική | τους | βοοειδείς | τις | βοοειδείς | τα | βοοειδή |
κλητική | βοοειδείς | βοοειδείς | βοοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βοοειδής < (ελληνιστική κοινή) βοοειδής
Επίθετο
επεξεργασίαβοοειδής
- που μοιάζει με βόδι
- (ουσιαστικοποιημένο) βοοειδή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βόδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία βοοειδής
|