Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βοοειδής η βοοειδής το βοοειδές
      γενική του βοοειδούς* της βοοειδούς του βοοειδούς
    αιτιατική τον βοοειδή τη βοοειδή το βοοειδές
     κλητική βοοειδή(ς) βοοειδής βοοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βοοειδείς οι βοοειδείς τα βοοειδή
      γενική των βοοειδών των βοοειδών των βοοειδών
    αιτιατική τους βοοειδείς τις βοοειδείς τα βοοειδή
     κλητική βοοειδείς βοοειδείς βοοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοοειδής < (ελληνιστική κοινήβοοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

βοοειδής

  1. που μοιάζει με βόδι
  2. (ουσιαστικοποιημένο) βοοειδή

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη βόδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία