Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bœuf < παλαιά γαλλική buef < λατινική bos, γενική bŏvis

  Προφορά επεξεργασία

  • ΔΦΑ : boeuf /bœf/, boeufs /bø/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
bœuf bœufs

bœuf (fr) αρσενικό