Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
bœuf
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά
(fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
bœuf
<
παλαιά γαλλική
buef
<
λατινική
bos
, γενική
bŏvis
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: boeuf /bœf/, boeufs /bø/
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
bœuf
bœufs
bœuf
(fr)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
)
το
βόδι