gang
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gang | gangs |
gang (en)
- η συμμορία
- ⮡ A rival gang took him out.
- Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.
- ⮡ A rival gang took him out.
Ρήμα
επεξεργασίαgang (en)
- → δείτε τα phrasal verbs gang together και gang up
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgang (fr) αρσενικό
- η συμμορία