Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gang gangs

gang (en)

  • η συμμορία
    ⮡  A rival gang took him out.
    Τον σκότωσε μια αντίπαλη συμμορία.

gang (en)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gang (fr) αρσενικό