συσπειρωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συσπειρωτικός < συσπειρώνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
συσπειρωτικός
- που έχει σχέση με συσπείρωση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- συσπειρωτικά
- → δείτε τις λέξεις συσπειρώνω και σπείρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσπειρωτικός
|