συσπειρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συσπειρώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συσπειρόω / συσπειρῶ < αρχαία ελληνική σπεῖρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper- (συστρέφω, γυρίζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.spiˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐σπει‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίασυσπειρώνω (παθητική φωνή: συσπειρώνομαι)
- (κυριολεκτικά, λόγιο) τυλίγω κάτι σε σχήμα σπείρας
- (μεταφορικά) προσελκύω μια ομάδα ανθρώπων γύρω από κάποιο ιδεολογικό, πολιτικό κτλ. κέντρο προς επίτευξη κοινού στόχου
Συγγενικά
επεξεργασία- αντισυσπείρωση
- συσπείρωση
- συσπειρωτικά
- συσπειρωτικός
- → δείτε τις λέξεις συν και σπείρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συσπειρώνω | συσπείρωνα | θα συσπειρώνω | να συσπειρώνω | συσπειρώνοντας | |
β' ενικ. | συσπειρώνεις | συσπείρωνες | θα συσπειρώνεις | να συσπειρώνεις | συσπείρωνε | |
γ' ενικ. | συσπειρώνει | συσπείρωνε | θα συσπειρώνει | να συσπειρώνει | ||
α' πληθ. | συσπειρώνουμε | συσπειρώναμε | θα συσπειρώνουμε | να συσπειρώνουμε | ||
β' πληθ. | συσπειρώνετε | συσπειρώνατε | θα συσπειρώνετε | να συσπειρώνετε | συσπειρώνετε | |
γ' πληθ. | συσπειρώνουν(ε) | συσπείρωναν συσπειρώναν(ε) |
θα συσπειρώνουν(ε) | να συσπειρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συσπείρωσα | θα συσπειρώσω | να συσπειρώσω | συσπειρώσει | ||
β' ενικ. | συσπείρωσες | θα συσπειρώσεις | να συσπειρώσεις | συσπείρωσε | ||
γ' ενικ. | συσπείρωσε | θα συσπειρώσει | να συσπειρώσει | |||
α' πληθ. | συσπειρώσαμε | θα συσπειρώσουμε | να συσπειρώσουμε | |||
β' πληθ. | συσπειρώσατε | θα συσπειρώσετε | να συσπειρώσετε | συσπειρώστε | ||
γ' πληθ. | συσπείρωσαν συσπειρώσαν(ε) |
θα συσπειρώσουν(ε) | να συσπειρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συσπειρώσει | είχα συσπειρώσει | θα έχω συσπειρώσει | να έχω συσπειρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις συσπειρώσει | είχες συσπειρώσει | θα έχεις συσπειρώσει | να έχεις συσπειρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει συσπειρώσει | είχε συσπειρώσει | θα έχει συσπειρώσει | να έχει συσπειρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συσπειρώσει | είχαμε συσπειρώσει | θα έχουμε συσπειρώσει | να έχουμε συσπειρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε συσπειρώσει | είχατε συσπειρώσει | θα έχετε συσπειρώσει | να έχετε συσπειρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συσπειρώσει | είχαν συσπειρώσει | θα έχουν συσπειρώσει | να έχουν συσπειρώσει |
|