σπειροειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σπειροειδής | η | σπειροειδής | το | σπειροειδές |
γενική | του | σπειροειδούς* | της | σπειροειδούς | του | σπειροειδούς |
αιτιατική | τον | σπειροειδή | τη | σπειροειδή | το | σπειροειδές |
κλητική | σπειροειδή(ς) | σπειροειδής | σπειροειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σπειροειδείς | οι | σπειροειδείς | τα | σπειροειδή |
γενική | των | σπειροειδών | των | σπειροειδών | των | σπειροειδών |
αιτιατική | τους | σπειροειδείς | τις | σπειροειδείς | τα | σπειροειδή |
κλητική | σπειροειδείς | σπειροειδείς | σπειροειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπειροειδής < (ελληνιστική κοινή) < σπεῖρα + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίασπειροειδής, -ής, -ές
- που έχει τη μορφή σπείρας.