κοχλιωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κοχλιωτός, -ή, -ό
- που έχει σχήμα κοχλία, σπειροειδής
- κοχλιωτό γεωτρύπανο
Επίθετο επεξεργασία
κοχλιωτός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοχλιωτός
|
κοχλιωτός, -ή, -ό
κοχλιωτός, -ή, -ό
|