κοχλιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοχλιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίακοχλιώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοχλιώνω | κοχλίωνα | θα κοχλιώνω | να κοχλιώνω | κοχλιώνοντας | |
β' ενικ. | κοχλιώνεις | κοχλίωνες | θα κοχλιώνεις | να κοχλιώνεις | κοχλίωνε | |
γ' ενικ. | κοχλιώνει | κοχλίωνε | θα κοχλιώνει | να κοχλιώνει | ||
α' πληθ. | κοχλιώνουμε | κοχλιώναμε | θα κοχλιώνουμε | να κοχλιώνουμε | ||
β' πληθ. | κοχλιώνετε | κοχλιώνατε | θα κοχλιώνετε | να κοχλιώνετε | κοχλιώνετε | |
γ' πληθ. | κοχλιώνουν(ε) | κοχλίωναν κοχλιώναν(ε) |
θα κοχλιώνουν(ε) | να κοχλιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοχλίωσα | θα κοχλιώσω | να κοχλιώσω | κοχλιώσει | ||
β' ενικ. | κοχλίωσες | θα κοχλιώσεις | να κοχλιώσεις | κοχλίωσε | ||
γ' ενικ. | κοχλίωσε | θα κοχλιώσει | να κοχλιώσει | |||
α' πληθ. | κοχλιώσαμε | θα κοχλιώσουμε | να κοχλιώσουμε | |||
β' πληθ. | κοχλιώσατε | θα κοχλιώσετε | να κοχλιώσετε | κοχλιώστε | ||
γ' πληθ. | κοχλίωσαν κοχλιώσαν(ε) |
θα κοχλιώσουν(ε) | να κοχλιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοχλιώσει | είχα κοχλιώσει | θα έχω κοχλιώσει | να έχω κοχλιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοχλιώσει | είχες κοχλιώσει | θα έχεις κοχλιώσει | να έχεις κοχλιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοχλιώσει | είχε κοχλιώσει | θα έχει κοχλιώσει | να έχει κοχλιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοχλιώσει | είχαμε κοχλιώσει | θα έχουμε κοχλιώσει | να έχουμε κοχλιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοχλιώσει | είχατε κοχλιώσει | θα έχετε κοχλιώσει | να έχετε κοχλιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοχλιώσει | είχαν κοχλιώσει | θα έχουν κοχλιώσει | να έχουν κοχλιώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοχλιώνω
|