ελικωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ελικωτός | η | ελικωτή | το | ελικωτό |
γενική | του | ελικωτού | της | ελικωτής | του | ελικωτού |
αιτιατική | τον | ελικωτό | την | ελικωτή | το | ελικωτό |
κλητική | ελικωτέ | ελικωτή | ελικωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ελικωτοί | οι | ελικωτές | τα | ελικωτά |
γενική | των | ελικωτών | των | ελικωτών | των | ελικωτών |
αιτιατική | τους | ελικωτούς | τις | ελικωτές | τα | ελικωτά |
κλητική | ελικωτοί | ελικωτές | ελικωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελικωτός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑλικωτός
Επίθετο
επεξεργασίαελικωτός, -ή, ό
- που έχει τη μορφή έλικας
- (αρχαιολογία, κεραμική ελικωτός κρατήρας: κρατήρας με λαβές σε σχήμα έλικας