ελικωτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαελικωτά
- με ελικωτό τρόπο, σχηματίζοντας έλικα ή κάτι που μοιάζει μ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελικωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαελικωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελικωτό