σπειροχαίτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπειροχαίτη < (μαρτυρείται από το 1879) spirochète [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπειροχαίτη θηλυκό
- παθογόνο βακτήριο με σπειροειδή μορφή της τάξης Spirochaetales
- η ωχρά σπειροχαίτη προκαλεί τη σύφιλη και ο Τζίμης προκαλεί την υπανάπτυξη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπειροχαίτη
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)