εγκατασπείρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκατασπείρω < ελληνιστική κοινή ἐγκατασπείρω < αρχαία ελληνική ἐν + κατά + σπείρω
Ρήμα
επεξεργασίαεγκατασπείρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκατασπείρω
|
Δείτε επίσης : ἐγκατασπείρω |
εγκατασπείρω
|