ενσπείρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενσπείρω < (ελληνιστική κοινή) ἐνσπείρω < ἐν + αρχαία ελληνική σπείρω
Ρήμα
επεξεργασίαενσπείρω
- (λόγιο) διαδίδω (συνήθως κάτι αρνητικό)
- …η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου υποστήριξε ότι «οι δηλώσεις ορισμένων Βρετανών πολιτικών αποτελούν σαφώς ένα οργανωμένο πολιτικό σχέδιο» που στοχεύει να ενσπείρει τη διχόνοια μεταξύ των αναπτυσσόμενων κρατών… (*)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπέρνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενσπέρνω | ενέσπερνα | θα ενσπέρνω | να ενσπέρνω | ενσπέρνοντας | |
β' ενικ. | ενσπέρνεις | ενέσπερνες | θα ενσπέρνεις | να ενσπέρνεις | ένσπερνε | |
γ' ενικ. | ενσπέρνει | ενέσπερνε | θα ενσπέρνει | να ενσπέρνει | ||
α' πληθ. | ενσπέρνουμε | ενσπέρναμε | θα ενσπέρνουμε | να ενσπέρνουμε | ||
β' πληθ. | ενσπέρνετε | ενσπέρνατε | θα ενσπέρνετε | να ενσπέρνετε | ενσπέρνετε | |
γ' πληθ. | ενσπέρνουν(ε) | ενέσπερναν ενσπέρναν(ε) |
θα ενσπέρνουν(ε) | να ενσπέρνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενέσπειρα | θα ενσπείρω | να ενσπείρω | ενσπείρει | ||
β' ενικ. | ενέσπειρες | θα ενσπείρεις | να ενσπείρεις | ένσπειρε | ||
γ' ενικ. | ενέσπειρε | θα ενσπείρει | να ενσπείρει | |||
α' πληθ. | ενσπείραμε | θα ενσπείρουμε | να ενσπείρουμε | |||
β' πληθ. | ενσπείρατε | θα ενσπείρετε | να ενσπείρετε | ενσπείρτε | ||
γ' πληθ. | ενέσπειραν ενσπείραν(ε) |
θα ενσπείρουν(ε) | να ενσπείρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ενσπείρει | είχα ενσπείρει | θα έχω ενσπείρει | να έχω ενσπείρει | ||
β' ενικ. | έχεις ενσπείρει | είχες ενσπείρει | θα έχεις ενσπείρει | να έχεις ενσπείρει | ||
γ' ενικ. | έχει ενσπείρει | είχε ενσπείρει | θα έχει ενσπείρει | να έχει ενσπείρει | ||
α' πληθ. | έχουμε ενσπείρει | είχαμε ενσπείρει | θα έχουμε ενσπείρει | να έχουμε ενσπείρει | ||
β' πληθ. | έχετε ενσπείρει | είχατε ενσπείρει | θα έχετε ενσπείρει | να έχετε ενσπείρει | ||
γ' πληθ. | έχουν ενσπείρει | είχαν ενσπείρει | θα έχουν ενσπείρει | να έχουν ενσπείρει |
|