Ετυμολογία

επεξεργασία
ενσπείρω < (ελληνιστική κοινήἐνσπείρω < ἐν + αρχαία ελληνική σπείρω

ενσπείρω

  • (λόγιο) διαδίδω (συνήθως κάτι αρνητικό)
    …η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου υποστήριξε ότι «οι δηλώσεις ορισμένων Βρετανών πολιτικών αποτελούν σαφώς ένα οργανωμένο πολιτικό σχέδιο» που στοχεύει να ενσπείρει τη διχόνοια μεταξύ των αναπτυσσόμενων κρατών… (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία