sow
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sow | sows / swine |
sow (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sows |
αόριστος | sowed |
παθητική μετοχή | sown, sowed |
ενεργητική μετοχή | sowing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
sow (en)