• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

sow

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sow sows / swine

sow (en)

  • (ζωολογία) γουρούνα, σκρόφα

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας sow
γ΄ ενικό ενεστώτα sows
αόριστος sowed
παθητική μετοχή sown, sowed
ενεργητική μετοχή sowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

sow (en)

  1. σπέρνω
  2. φυτεύω
  3. ενσπείρω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sow&oldid=4133237"
Τελευταία επεξεργασία στις 20 Οκτωβρίου 2019, στις 10:55

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 20 Οκτωβρίου 2019, στις 10:55.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie