σποραδικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίασποραδικά < σποραδικός
Επίρρημα
επεξεργασίασποραδικά
- κατά τόπους
Μεταφράσεις
επεξεργασία σποραδικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασποραδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σποραδικό