Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασκορπισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διασκορπισμέν
ος
η
διασκορπισμέν
η
το
διασκορπισμέν
ο
γενική
του
διασκορπισμέν
ου
της
διασκορπισμέν
ης
του
διασκορπισμέν
ου
αιτιατική
τον
διασκορπισμέν
ο
τη
διασκορπισμέν
η
το
διασκορπισμέν
ο
κλητική
διασκορπισμέν
ε
διασκορπισμέν
η
διασκορπισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διασκορπισμέν
οι
οι
διασκορπισμέν
ες
τα
διασκορπισμέν
α
γενική
των
διασκορπισμέν
ων
των
διασκορπισμέν
ων
των
διασκορπισμέν
ων
αιτιατική
τους
διασκορπισμέν
ους
τις
διασκορπισμέν
ες
τα
διασκορπισμέν
α
κλητική
διασκορπισμέν
οι
διασκορπισμέν
ες
διασκορπισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διασκορπισμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διασκορπίζω
Μετοχή
επεξεργασία
διασκορπισμένος
που έχει
διασκορπιστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιασκόρπιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διασκορπισμένος
αγγλικά
:
dispersed
(en)
,
scattered
(en)
γαλλικά
:
dispersé
(fr)