Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκορπισμένος η διασκορπισμένη το διασκορπισμένο
      γενική του διασκορπισμένου της διασκορπισμένης του διασκορπισμένου
    αιτιατική τον διασκορπισμένο τη διασκορπισμένη το διασκορπισμένο
     κλητική διασκορπισμένε διασκορπισμένη διασκορπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκορπισμένοι οι διασκορπισμένες τα διασκορπισμένα
      γενική των διασκορπισμένων των διασκορπισμένων των διασκορπισμένων
    αιτιατική τους διασκορπισμένους τις διασκορπισμένες τα διασκορπισμένα
     κλητική διασκορπισμένοι διασκορπισμένες διασκορπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασκορπισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διασκορπίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διασκορπισμένος

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία